ποιμάνωρ

ποιμάνωρ

ποιμάνωρ, , = ποιμάντωρ, ποιμήν, Hirt, Völkerhirt, Heerführer, Aesch. Pers. 237, τίς δὲ ποιμάνωρ ἔπεστι κἀπιδεσπόζει στρατοῠ. Einige erkl. es als Zusammensetzung aus ποιμαίνω u. ἀνήρ, Männer weidend, was aber gegen die Analogie verstößt; es ist wahrscheinlich unmittelbar von ποιμαίνω abgeleitet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποιμάνωρ — ποιμά̱νωρ , ποιμάνωρ masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμάνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) αρχηγός, ηγεμόνας λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν + άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φιλ άνωρ] …   Dictionary of Greek

  • επιδεσπόζω — ἐπιδεσπόζω (Α) εξουσιάζω ολοκληρωτικά («τίς δὲ ποιμάνωρ ἔπεστι κἀπιδεσπόζει στρατῷ», Αισχ.) …   Dictionary of Greek

  • ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… …   Dictionary of Greek

  • ποιμανόριον — τὸ, Α [ποιμάνωρ, ορος] 1. ποίμνη, ποίμνιο 2. μτφ. στρατός, στράτευμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”