- ποιμνίτης
ποιμνίτης, ὁ, = ποιμενικός; κύων, Hirtenhund, Poll. 7, 185; ὑμέναιος, ländliches Hochzeitslied, Ael. H. A. 12, 44 aus Eur. Alc. 580.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιμνίτης, ὁ, = ποιμενικός; κύων, Hirtenhund, Poll. 7, 185; ὑμέναιος, ländliches Hochzeitslied, Ael. H. A. 12, 44 aus Eur. Alc. 580.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιμνίτης — ὁ, Α ο ποιμενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + επίθημα ίτης (πρβλ. στηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
ποιμνίτας — ποῑμνίτᾱς , ποιμνίτης shepherds masc acc pl ποῑμνίτᾱς , ποιμνίτης shepherds masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμνίταις — ποῑμνίταις , ποιμνίτης shepherds masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)