- ποικίλτρια
ποικίλτρια, ἡ, fem. zu ποικιλτής, bes. Stickerinn, Strab. XVII.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικίλτρια, ἡ, fem. zu ποικιλτής, bes. Stickerinn, Strab. XVII.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικίλτρια — η, ΝΑ βλ. ποικιλτής … Dictionary of Greek
ποικιλτής — ο, θηλ. ποικίλτρια, ΝΑ [ποικίλλω] τεχνίτης ειδικός στα ποικίλματα, στη διακόσμηση υφασμάτων («βαφεῖς... ζωγράφοι, ποικιλταί», Πλούτ.) … Dictionary of Greek