- ποικιλό-νωτος
ποικιλό-νωτος, mit buntem, schillerndem Rücken; ὄφις, Pind. P. 4, 249; δράκων, Eur. I. T. 1245; sp. D., wie Nonn. D. 19, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλό-νωτος, mit buntem, schillerndem Rücken; ὄφις, Pind. P. 4, 249; δράκων, Eur. I. T. 1245; sp. D., wie Nonn. D. 19, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόνωτος — κακόνωτος, ον (Α) (για ψάρι) αυτός που έχει ακάθαρτα νώτα, ρυπαρή ράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νωτος (< νώτον), πρβλ. ευρύ νωτος, ποικιλό νωτος] … Dictionary of Greek
φοινικόνωτος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + νωτος (< νῶτον), πρβλ. εὐρύ νωτος, ποικιλό νωτος] … Dictionary of Greek
χαλκεόνωτος — ον, ΜΑ, και χαλκόνωτος Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χάλκινα νώτα (α. «χαλκεόνωτα κύμβαλα», Νόνν. β. «χαλκόνωτον ασπίδα τήνδ », Ευρ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + νωτος (< νῶτον), πρβλ. εὐρύ νωτος, ποικιλό νωτος] … Dictionary of Greek
πορφυρόνωτος — ον, Α φρ. «φᾶρος πορφυρόνωτον» ένδυμα με πορφυρό χρώμα στην πλάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + νῶτον (πρβλ. ποικιλό νωτος)] … Dictionary of Greek