- ποικιλό-χρως
ποικιλό-χρως, ωτος, = ποικιλόχροος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλό-χρως, ωτος, = ποικιλόχροος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικτόχρους — μικτόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει μικτό χρώμα, ποικιλόχρωμος, παρδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικτός + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ποικιλό χρους] … Dictionary of Greek
ομοιόχρους — ὁμοιόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο, ομοιόχρωμος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμοιόχρουν η ομοιότητα ως προς το χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + χρους (< χρως, χρωτός, «δέρμα, χρώμα»), πρβλ. ποικιλό χρους] … Dictionary of Greek
χαλυβόχρους — ουν, Ν χαλυβόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + χρους (< χρως* «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ποικιλό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek
χωματόχρους — ουν, Ν (λόγιος τ.) αυτός που έχει το χρώμα τού χώματος («τα χωματόχροα και θολά ρεύματα τών χειμάρρων», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, ατος + χρους (< χρῶς* «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ποικιλό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek