- ποικιλό-πτερος
ποικιλό-πτερος, mit bunten Flügeln, Federn; Eur. Hipp. 1270; μέλος, vom Schwan, Pratin. bei Ath. XIV, 617 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλό-πτερος, mit bunten Flügeln, Federn; Eur. Hipp. 1270; μέλος, vom Schwan, Pratin. bei Ath. XIV, 617 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόπτερος — κακόπτερος, ον (Α) 1. αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα φτερά («εὔπους δὲ καὶ κακόπτερος», Αριστοτ.) 2. επίθ. για τη Σφίγγα ως πτηνό που προμηνύει κακά, δυσοίωνα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. ολιγό πτερος, ποικιλό … Dictionary of Greek