ποικιλτικός

ποικιλτικός

ποικιλτικός, zum Sticker, zum Sticken gehörig, dazu geschickt; ἡ ποικιλτική, sc. τέχνη, Stickerkunft, Stickerei, Sp., wie D. Hal. C. V. 3 E. – Adv., Poll. 7, 34.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποικιλτικός — skilful in embroidery masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτικός — ή, ό / ποικιλτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποικιλτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποικιλτή ή στην τέχνη τού ποικιλτή, στη διακόσμηση υφασμάτων κυρίως με κεντήματα 2. το θηλ. ως ουσ. η ποικιλτική (με ή χωρίς τη λέξη τέχνη) η τέχνη τού ποικιλτή, τής …   Dictionary of Greek

  • ποικιλτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ποικιλία: Ποικιλτική τέχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποικιλτικά — ποικιλτικός skilful in embroidery neut nom/voc/acc pl ποικιλτικά̱ , ποικιλτικός skilful in embroidery fem nom/voc/acc dual ποικιλτικά̱ , ποικιλτικός skilful in embroidery fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτικῆς — ποικιλτικός skilful in embroidery fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτικῇ — ποικιλτικός skilful in embroidery fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτική — ποικιλτικός skilful in embroidery fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτικήν — ποικιλτικός skilful in embroidery fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτικῶς — ποικιλτικός skilful in embroidery adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՆԿԱՐԱԿԵՐՏ — (ի, աց կամ ից.) NBH 2 0429 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 12c, 13c, 17c ա. ποικιλτής variegator ποικιλτικός phrygionicus. Նկարուք կերտօղ. որ գործէ անկուածս պէսպէս, եւ որ կենդանագրէ զպատկեր: *Անկանել գործել զամենայն գործ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”