πλειστηριάζω

πλειστηριάζω

πλειστηριάζω, Plat. com. bei Harpocr. u. Phot., gew. πλειστηριάζομαι, vermehren, bes. den Preis einer Sache, dah. höher anschlagen, theurer verkaufen, übertheuern, Lys. frg. 9. 16, Themist. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλειστηριάζω — ΝΑ, πληστηριάζω Α [πλειστήρης] νεοελλ. εκθέτω κάτι σε πώληση με πλειοδοσία, πουλώ σε πλειστηριασμό αρχ. προσφέρω τη μεγαλύτερη τιμή προκειμένου να αγοράσω κάτι σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ («οὐ τιμῆς τεταγμένης πωλοῡσιν, ἀλλ ὡς ἄν δύνωνται… …   Dictionary of Greek

  • πλειστηριάζω — πλειστηρίασα, πλειστηριάστηκα, βάζω κάτι σε πλειστηριασμό, σε δημοπρασία, πουλώ κάτι με δημοπρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπλειστηριάζω — πλειστηριάζω εκ νέου ή κατ’ επανάληψη, επαναλαμβάνω πλειστηριασμό που δεν έγινε ή ακυρώθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πλειστηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικολ. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • πλειστηριαζόμενος — πλειστηριάζω raise the price pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειστηριάζειν — πλειστηριάζω raise the price pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειστηριάζεσθαι — πλειστηριάζω raise the price pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειστηριάζων — πλειστηριάζω raise the price pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειστηριάσαντες — πλειστηριάζω raise the price aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειστηριῶ — πλειστηριάζω raise the price fut ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπλειστηρίασε — πλειστηριάζω raise the price aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπλειστηρίασεν — πλειστηριάζω raise the price aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”