πλευρά

πλευρά

πλευρά, , gew. im plur., die Seiten des menschlichen u. thierischen Leibes, die Rippen, vgl. Arist. H. A. 1, 15; so Hom. vom Löwen οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία μαστίεται, Il. 20, 170; ἄλλοτ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ' αὖτε ὕπτιος, Il. 24, 10, u. öfter; immer im plur., wie Hes. Sc. 430; ἡλασε ἐν πλευραῖσι χαλκόν, Pind. N. 10, 70; ἀμφὶ πλευραῖς μασχαλιστῆρας βάλε, Aesch. Prom. 71, auch τίς μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύν.α, Eum. 806; Soph. auch sing., Trach. 678. 922; πλευρὰν διαῤῥήξαντι τῷδε φασγάνῳ, Ai. 821; Eur.; u. in Prosa, Her. 9, 72, κατὰ πλευρὰν ἐπὶ δεξιὰ περιήγαγε Plat. Tim. 36 c. – Bei mathematischen Figuren, bes. beim Quadrat, die Seite, Plat. Tim. 53 d 54 c u. sonst; auch der Factor eines Products. – Die Seite eines Blattes, σελίδων σημάντορα πλευρῆς, der Bleistift, Philp. 17 (VI, 62). – Bei K. S. auch die Ehegattinn, vgl. Jac. A. P. p. 418.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλευρά — πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc/acc dual πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πλευρόν rib neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρᾷ — πλευρά rib fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • πλευρά — η 1. πλάγιο μέρος πραγμάτων, πλευρό: Η βόρεια πλευρά του οικήματος, του βουνού. 2. κόκαλο του θώρακα ανθρώπου ή ζώου, αλλιώς παΐδι, πλευρό: Του βγάλανε δυο πλευρά. 3. εξωτερική ευθεία γραμμή γεωμετρικού σχήματος: Πλευρά τριγώνου, τετραγώνου κτλ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεύρα — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • πλεύρ' — πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc/acc dual πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πλευραί , πλευρά rib fem nom/voc pl πλευρά , πλευρόν rib neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρᾶι — πλευρᾷ , πλευρά rib fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευράν — πλευρά̱ν , πλευρά rib fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευράς — πλευρά̱ς , πλευρά rib fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευραῖν — πλευρά rib fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευραῖς — πλευρά rib fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”