πλατύ-ουρος

πλατύ-ουρος

πλατύ-ουρος, breitschwänzig, Opp. Hal. 1, 199.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολοβούρος — κολοβοῡρος, ον (Α) αυτός που έχει κομμένη ουρά, κουτσονούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + ουρος (< ουρά), πρβλ. λεύκ ουρος, πλατύ ουρος] …   Dictionary of Greek

  • πλατύουρος — η, ο / πλατύουρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πλατιά ουρά, πλατύκερκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύ * + ουρος (< οὐρά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”