πλόκαμος

πλόκαμος

πλόκαμος, , 1) geflochtenes Haar, Haarflechte, Locke; gew. im plur., Il. 14, 176; κομᾶν πλόκαμ οι κερϑέντες, Pind. P. 4, 82; im sing. bei Her. 4, 34. 7, 1; auch Aesch. Spt. 546 Ch. 7; u. Eur. öfter u. Folgde, bes. Dichter, wie Ap. Rh. 2, 707; Anacr. u. Anth. – 2) geflochtenes, gedrehtes Seil, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλόκαμος — lock masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλόκαμος — ο, ΝΜΑ, και πλοκαμός, Ν 1. πλέγμα από τις τρίχες τής κόμης σε επίμηκες σχήμα, πλεξούδα 2. φρ. «Πλόκαμος τής Βερενίκης» αστερισμός γνωστός και ως Κόμη τής Βερενίκης νεοελλ. μσν. 1. ζωολ. επίμηκες όργανο, συνήθως χωρίς σκελετικό, αλλά με μυϊκό… …   Dictionary of Greek

  • πλοκαμός — ο, Ν βλ. πλόκαμος …   Dictionary of Greek

  • πλόκαμος — ο βλ. πλοκάμι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλοκάμοιο — πλόκαμος lock masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκάμοις — πλόκαμος lock masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκάμοισι — πλόκαμος lock masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκάμοισιν — πλόκαμος lock masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκάμου — πλόκαμος lock masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκάμους — πλόκαμος lock masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκάμων — πλόκαμος lock masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”