- πουλύς
πουλύς, neutr. πουλύ, ep. = πολύς, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πουλύς, neutr. πουλύ, ep. = πολύς, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πουλύς — λή, ύ, Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. πολύς … Dictionary of Greek
πουλύς — πολύς many masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek