ποταμο-γείτων

ποταμο-γείτων

ποταμο-γείτων, ονος, ὁ, ἡ, dem Flusse nah, Name eines Krautes; Ael. H. A. 6, 46; Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυκογείτων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που κατοικεί κοντά στα φύκη, δηλαδή στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + γείτων (πρβλ. ποταμο γείτων)] …   Dictionary of Greek

  • σκαμανδρογείτων — ὁ, ἡ, Μ αυτός που γειτνιάζει με τον ποταμό Σκάμανδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκάμανδρος + γείτων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”