ποτόν

ποτόν

ποτόν, τό, das, was man trinkt, der Trank; κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, Il. 1, 470 u. öfter; ἄκρητον ϑεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες, Od. 2, 341; Aesch. Pers. 607 Eum. 665; übh. das Naß, Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ ποτῷ, Pers. 479; Soph. u. Eur. oft, ποτὸν κρηναῖον, Quelle, Soph. Phil. 21; vgl. Meineke Theocr. 13, 46; u. in Prosa, σιτία καὶ ποτά, Plat. Prot. 334 a u. öfter, wie Xen., vgl. An. 2, 3, 27. 7, 1, 33 Mem. 2, 1, 33; Folgde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποτόν — drunk neut nom/voc/acc sg ποτός drunk masc acc sg ποτός drunk neut nom/voc/acc sg πρόσειμι 1 sum pres part act masc voc sg (epic doric) πρόσειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτόν — και δωρ. τ. ποτὶ τόν, Α (λακων. τ.) προς τον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πο(τ) τόν < ποτί* με αποκοπή πριν από το άρθρο τόν] …   Dictionary of Greek

  • πότον — πότος drinking bout masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βόρβόρῳ ὑδωρ Λαμπρὸν μαίνων, οὔποδ’ εὑρήσεις ποτόν. — βόρβόρῳ ὑδωρ Λαμπρὸν μαίνων, οὔποδ’ εὑρήσεις ποτόν. См. Не плюй в колодезь, приведется воды напиться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ποτοῖς — ποτόν drunk neut dat pl ποτός drunk masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτοῖσι — ποτόν drunk neut dat pl (epic ionic aeolic) ποτός drunk masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πρόσειμι 1 sum pres part act masc/neut dat pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτοῖσιν — ποτόν drunk neut dat pl (epic ionic aeolic) ποτός drunk masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πρόσειμι 1 sum pres part act masc/neut dat pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτῷ — ποτόν drunk neut dat sg ποτός drunk masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάποτον — κατάποτον, τὸ (Α) 1. καταπότι, χάπι 2. στον πληθ. τὰ κατάποτα πράγματα που καταπίνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποτον (< ποτόν < ποτός < πίνω), πρβλ. ηδύ ποτον, φιλτρό ποτον] …   Dictionary of Greek

  • ποτός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεολόγου. * * * ή, ό, Α 1. κατάλληλος για πόση, πόσιμος («ποτὸν ὕδωρ», Θουκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ποτόν βλ. ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού …   Dictionary of Greek

  • γάποτον — γά̱ποτον , γάποτος to be drunk up by Earth masc/fem acc sg γά̱ποτον , γάποτος to be drunk up by Earth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”