πορεία

πορεία

πορεία, , das Gehen, der Gang, Plat. Conv. 190 a Tim. 45 a, Plut. Pericl. 5; die Reise, Aesch. Prom. 735. 843, oft in Prosa, ἡ ἐκεῖσε πορεία Plat. Phaed. 107 d, ἐκ πολλῆς πορείας ἥκειν Rep. X, 614 e, ἡ κατὰ τὰ ἄγκη πορεία Crat. 420 e; ὑπὸ γῆς, Phaedr. 256 d; εἰς Ἅιδου, Phaed. 115 a; vom Heere, der Marsch, Xen. u. Folgde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πορεία — πορείᾱ , πορεία mode of walking fem nom/voc/acc dual πορείᾱ , πορεία mode of walking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορείᾳ — πορείᾱͅ , πορεία mode of walking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορειά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * και ποριά, η, Ν 1. διάβαση, πέρασμα («στης Νερομάννας την ποριά ομορφονιά διαβαίνει», Κρυστ.) 2. το μέρος από το οποίο εισέρχεται κάποιος σε κήπο, αμπελώνα, κ …   Dictionary of Greek

  • πορεία — η 1. περπάτημα, δρόμος. 2. εξέλιξη γεγονότων ή καταστάσεων: Η πορεία της ασθένειας. – H πορεία της δίκης κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πορεία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ [πορεύω] 1. βάδιση, περπάτημα όδευση 2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα τής βάδισης τού πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.) 3. η διάβαση θαλάσσιου… …   Dictionary of Greek

  • πορεῖα — πορεῖον means of conveyance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορείας — πορείᾱς , πορεία mode of walking fem acc pl πορείᾱς , πορεία mode of walking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορείαι — πορείᾱͅ , πορεία mode of walking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορείαν — πορείᾱν , πορεία mode of walking fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορειῶν — πορεία mode of walking fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορεῖαι — πορεία mode of walking fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”