- πορφυρευτικός
πορφυρευτικός, zum πορφυρεύς gehörig; στέγαι, Eur. I. T. 263; τέχνη, die Kunst, Purpurschnecken zu fangen, Poll. 7, 139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυρευτικός, zum πορφυρεύς gehörig; στέγαι, Eur. I. T. 263; τέχνη, die Kunst, Purpurschnecken zu fangen, Poll. 7, 139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυρευτικός — ή, όν, ΝΜΑ το θηλ. ως ουσ. η πορφυρευτική η τέχνη κατεργασίας τής πορφύρας, βαφής πορφυρών υφασμάτων αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εκείνον που μαζεύει ή που κατεργάζεται πορφύρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρεύω πιθ. κατά το ἁλιευτικός] … Dictionary of Greek
πορφυρευτικαί — πορφυρευτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρευτική — πορφυρευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)