παν-ώλεθρος

παν-ώλεθρος

παν-ώλεθρος, ganz verderbt, ganz zu Grunde gerichtet; μή μοι πόλιν γε πρυμνόϑεν πανώλεϑρον ἐκϑαμνίσητε, Aesch. Spt. 70, vgl. 916 Ag. 521 Ch. 922; πανωλέϑρους τὸ πᾶν ἡμᾶς τ' ὀλέσϑαι, Soph. El. 997; καί σφας κακοὺς κάκιστα καὶ πανωλέϑρους ξυναρπάσειαν, so daß ihr ganz und gar untergeht, Ai. 826; u. in moralischer Beziehung, verrucht, τοῖς πανωλέϑροις 'Ατρείδαις, Phil. 322; vgl. Eur. El. 86 u. Ar. Lys. 1039; πανώλεϑρος (v. l. πανωλέϑρως) ἐξαπόλλυται, Her. 6, 37; Sp., wie Pol. 15, 20, 8 vrbdt τοὺς μὲν ἄρδην ἀναστάτους ἐποίησε καὶ πανωλέϑρους. – Akt., ganz, sehr verderblich, ἐμβολαί, ϑεός, Aesch. Pers. 554 Suppl. 409, u. einzeln bei Sp., wie Lycophr. 165; so μὴ πανώλεϑρον κακὸν ἐς τὴν χώρην ἐςβάλωσι, Her. 6, 85.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακώλεθρος — κακώλεθρος, ον (Α) πολύ καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξι ώλεθρος, παν ώλεθρος] …   Dictionary of Greek

  • πανώλεθρος — ον, ΜΑ πάρα πολύ ολέθριος, καταστρεπτικότατος («πανώλεθρον θάνατον», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. αυτός που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά («πίτυς... πανώλεθρος ἐξαπόλλυται», Ηρόδ.) 2. τελείως διεφθαρμένος ηθικά («τοῑς πανωλέθροις... Ἀτρείδαις», Σοφ.).… …   Dictionary of Greek

  • ρινώλεθρος — ον, Α (για δυσοσμία) ολέθριος για τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ρινός + ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. παν ώλεθρος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”