- παν-ήρης
παν-ήρης, ες, Allen passend, angenehm, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ήρης, ες, Allen passend, angenehm, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανήρης — ῆρες, Α (κατά τον Ησύχ.) «πανήρεα πᾱσιν ἀρέσκοντα», ευχάριστος, αρεστός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ήρης (< ἀραρίσκω «ταιριάζω»), πρβλ. θυμ ήρης / θυμαρής] … Dictionary of Greek