παλίουρος

παλίουρος

παλίουρος, , eine Art Dornstrauch, rhamnus paliurus, Theophr. (auch masc.) u. A.; παλιούρου κλάδοι, Eur. Cycl. 393; Theocr. 24, 87; πολυστέλεχος, Zon. 5 (IX, 312).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλίουρος — Christ s thorn masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίουρος — Γένος φυτών της οικογένειας των ραμνοειδών. Υπάρχουν 2 είδη, πολύκλαδος και ακανθώδες. Το πρώτο εμφανίζεται στην Ασία και το δεύτερο σε χώρες της Μεσογείου. Στην Ελλάδα ονομάζεται παλιούρα ή παλιούρι. Είναι ακανθώδης θάμνος. Μερικοί υποστηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • παλιούροις — παλίουρος Christ s thorn masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιούρου — παλίουρος Christ s thorn masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιούρους — παλίουρος Christ s thorn masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιούρων — παλίουρος Christ s thorn masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιούρῳ — παλίουρος Christ s thorn masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίουροι — παλίουρος Christ s thorn masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίουρον — παλίουρος Christ s thorn masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιουροφόρος — παλιουροφόρος, ον (Α) φρ. «παλιουροφόρος θρίναξ» τρίκρανο κατασκευασμένο από κορμό τού φυτού παλίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλίουρος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • παλιούρα — η το φυτό παλίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. παλίουρος, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”