- παλί-νοστος
παλί-νοστος, auch παλίννοστος geschrieben, zurückkehrend, Nonn. 6, 62, oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλί-νοστος, auch παλίννοστος geschrieben, zurückkehrend, Nonn. 6, 62, oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
παλίνοστος — και παλίννοστος, ον (Α) αυτός που επανέρχεται, που επιστρέφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + νόστος (πρβλ. εύνοστος)] … Dictionary of Greek
Πιερίδης, Θεοδόσης — Κύπριος ποιητής (Κύπρος 1908 Βουκουρέστι 1968). Γεννήθηκε στην Κύπρο από γονείς εγκαταστημένους μόνιμα στην Αίγυπτο. Αποφοίτησε από το εμπορικό τμήμα της ελληνικής Αμπετείου Σχολής του Καΐρου και από το εκεί Γαλλικό Λύκειο. Tο χρονικό διάστημα… … Dictionary of Greek