- προς-χώρησις
προς-χώρησις, ἡ, das Hinzu- od. Hinantreten, Plat. Tim. 40 d, v. l. προχώρησις, u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-χώρησις, ἡ, das Hinzu- od. Hinantreten, Plat. Tim. 40 d, v. l. προχώρησις, u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χώρησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [χωρῶ] 1. η ενέργεια τού χωρῶ*, η πορεία προς τα εμπρός, προχώρηση 2. εκτεταμένος χώρος, ευρυχωρία αρχ. μαθημ. πρόοδος … Dictionary of Greek