- παλίντιτος
παλίντιτος, zurückoergolten, wieder vergolten, gebüßt, gestraft; αἴ κέ ποϑι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσϑαι, Od. 1, 379. 2, 144; – πνεύματα, Empedocl. bei D. L. 8, 59, wofür Suid. v. ἄπνους παλίντονα las.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλίντιτος, zurückoergolten, wieder vergolten, gebüßt, gestraft; αἴ κέ ποϑι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσϑαι, Od. 1, 379. 2, 144; – πνεύματα, Empedocl. bei D. L. 8, 59, wofür Suid. v. ἄπνους παλίντονα las.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλίντιτος — παλίντιτος, ον (Α) 1. αυτός τού οποίου η τιμωρία θα γίνει στο μέλλον 2. αυτός που ανταποδίδει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τίω «εκτιμώ, πληρώνω» (πρβλ. πολύ τιτος)] … Dictionary of Greek
παλίντιτον — παλίντιτος done in requital masc/fem acc sg παλίντιτος done in requital neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίντιτα — παλίντιτος done in requital neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek