παλίν-τροπος

παλίν-τροπος

παλίν-τροπος, zurückgewandt, zurückgekehrt; ἥντιν' αὖ παλίντροπος κέλευϑον ἕρπεις, Soph. Phil. 1206; Eur. Herc. Fur. 1069; παλίντροπον ἐκ πολέμοιο παῖδα, Ep. ad. 455 (IX, 61); abgewendet, παλιντρόποισιν ὄμμασιν, Aesch. Ag. 753; ἔχων παλίντροπον ὄψιν ἐν λιταῖσιν, Suppl. 164; sich zum Gegentheil wendend, entgegengesetzt ausschlagend, παλιντρόπου τῆς ἐλπίδος αὐτοῖς ἀποβαινουσης πρὸς τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐπιβολάς, Pol. 14, 6, 6, vgl. 5, 16, 9; νίκη, Plut. Sert. 21; μάχη, D. Hal. 8, 88, a. Sp. – Auch = veränderlich, unbeständig, Poll. 4, 36.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλίντροπος — παλίντροπος, ον (ΑΜ) αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, προς την αντίθετη κατεύθυνση, παλίνδρομος αρχ. 1. αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται («παλίντροπος κέλευθον ἕρπεις», Σοφ.) 2. αυτός που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, ενάντιος, αντίθετος… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам …   Православная энциклопедия

  • επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… …   Dictionary of Greek

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

  • τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”