- παθο-κράτεια
παθο-κράτεια, ἡ, Herrschaft über die Leidenschaften, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παθο-κράτεια, ἡ, Herrschaft über die Leidenschaften, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυργοκράτεια — ἡ, Μ η επικράτηση με τη βοήθεια πύργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κράτεια (< κρατής < κράτος), πρβλ. γυναικο κράτεια, παθο κράτεια] … Dictionary of Greek