προς-χαίρω

προς-χαίρω

προς-χαίρω (s. χαίρω), sich bei, über Etwas freuen, τινί, Plut. Ant. 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • ευχερής — ές (ΑΜ εὐχερής, ές) αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος μσν. ικανός σε κάτι αρχ. 1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός β) επιδέξιος, επιτήδειος …   Dictionary of Greek

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • δημοχαρής — (360/357 π.Χ – ;). Αθηναίος πολιτικός, ρήτορας και ιστορικός. Ήταν εχθρικός προς την εξουσία του Δημητρίου του Φαληρέα (317 307). Στην εποχή του Δημητρίου του Πολιορκητή, ύστερα από μία περίοδο πολιτικής δραστηριότητας, έπεσε σε δυσμένεια και… …   Dictionary of Greek

  • επιχαιρεσίκακος — ἐπιχαιρεσίκακος, ον (Α) βλ. επιχαιρέκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιχαίρω + κακός. Σύνθ. τού τ. τερψίμβροτος. Η μετατροπή τού η τού αοριστ. θ. χαιρησ τού ρ. χαίρω (πρβλ. μέλλ. χαιρήσω, αόρ. εχαίρησα) σε ε οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το χαιρέκακος) …   Dictionary of Greek

  • εφυβρίζω — ἐφυβρίζω (ΑΜ) φέρομαι υβριστικά, αλαζονικά προς κάποιον («ἐφυβρίζων εἵλετο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μέσ. ἐφυβρίζομαι με την ίδια σημασία («κἀκεῑνο κέκριται, μὴ φυβρίζεσθαι νεκρούς», Ευρ.) 2. χαίρω με τις ατυχίες τού άλλου, χαιρεκακώ, επιχαίρω. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • χαρμονή — η, ΝΜΑ χαρμοσύνη αρχ. καθετί που προκαλεί χαρά, το χάρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ τού χαίρω* + κατάλ. μονή (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα). Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί κατ αναλογία προς το ἡδονή] …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”