- προς-χαρίζομαι [2]
προς-χαρίζομαι, dep. med., zu Gefallen thun, willfahren; τῇ γαστρί, Xen. Oec. 13, 9; Sp., τί τινι, Luc. D. Meretr. 9, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-χαρίζομαι, dep. med., zu Gefallen thun, willfahren; τῇ γαστρί, Xen. Oec. 13, 9; Sp., τί τινι, Luc. D. Meretr. 9, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταχαρίζομαι — (Α καταχαρίζομαι) νεοελλ. χαρίζομαι υπερβολικά σε κάποιον, δείχνω εύνοια, τηρώ μεροληπτική στάση, μεροληπτώ αρχ. 1. δωροδοκώ 2. παραχωρώ κάτι προς χάρη, για ευχαρίστηση κάποιου 3. εκφέρω μεροληπτική κρίση, εκδίδω μεροληπτική απόφαση … Dictionary of Greek
ՇՆՈՐՀՈՒԿՍ — ( ) NBH 2 0484 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c, 13c, 14c ՇՆՈՐՀՈՒԿՍ կամ ԱՌ ՇՆՈՐՀՈՒԿՍ՝ առնել, խօսել, ասել. πρός χάριν ποιέω ad gratiam ineundam facio χαρίζομαι gratificor, gratiam ineo. որ եւ ասի, ՇՆՈՐՀԵԼ կամ ՇՆՈՐՀՍ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)