- παλιν-δορία
παλιν-δορία, ἡ, Leder zu Schuhsohlen, Poll. 6, 164; Plat. comic. bei Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιν-δορία, ἡ, Leder zu Schuhsohlen, Poll. 6, 164; Plat. comic. bei Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλινδορία — παλινδορία, ἡ (Α) 1. κατεργασία δέρματος για πέλματα υποδημάτων 2. (με περιλπτ. σημ.) μπαλωμένα παπούτσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δορία (< δόρος < δορά)] … Dictionary of Greek