- παλιν-δικία
παλιν-δικία, ἡ, Erneuerung eines Rechtshandels; πολλὰς διαδόσεις καὶ παλινδικίας εὑρίσκοντας Plut. Dem. 6; Sp., παλινδικίας διδοὺς τοῖς ἀδίκως κατακριϑεῖσι Hdn. 7, 6, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιν-δικία, ἡ, Erneuerung eines Rechtshandels; πολλὰς διαδόσεις καὶ παλινδικίας εὑρίσκοντας Plut. Dem. 6; Sp., παλινδικίας διδοὺς τοῖς ἀδίκως κατακριϑεῖσι Hdn. 7, 6, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.