- παλι-νόστιμος
παλι-νόστιμος, zur Rückkehr gehörig, wie νόστιμος; ἦμαρ, Opp. Hal. 1, 616; Nonn. D. 11, 413.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλι-νόστιμος, zur Rückkehr gehörig, wie νόστιμος; ἦμαρ, Opp. Hal. 1, 616; Nonn. D. 11, 413.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek