- παλιν-σκοπιά
παλιν-σκοπιά, ἡ, das Zurückspähen, Conj. Porsons in Eur. Or. 1264.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιν-σκοπιά, ἡ, das Zurückspähen, Conj. Porsons in Eur. Or. 1264.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλινσκοπιά — παλινσκοπιά, ἡ (Α) 1. το να βλέπει κανείς προς τα πίσω 2. (η αιτ. ως επίρρ.) παλινσκοπιάν με το βλέμμα προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + σκοπιά] … Dictionary of Greek