- παλαχή
παλαχή, ἡ, das Loos, das durchs Loos Zugefallene, die Würde, Hesych. erkl. ἀρχή, λῆξις, μοῖρα; Nic. Th. 449, ἐκ παλαχῆς ἐπαέξεται, erkl. der Schol. ἐξ ἀρχῆς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαχή, ἡ, das Loos, das durchs Loos Zugefallene, die Würde, Hesych. erkl. ἀρχή, λῆξις, μοῖρα; Nic. Th. 449, ἐκ παλαχῆς ἐπαέξεται, erkl. der Schol. ἐξ ἀρχῆς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαχή — παλαχή, ἡ (Α) 1. αυτό που έλαχε σε κάποιον, ο κλήρος 2. φρ. «ἐκ παλαχῆς» από την αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλάσσομαι (βλ. λ. παλάσσω [ΙΙ])] … Dictionary of Greek
παλαχῆς — παλαχή anything acquired by lot fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλάσσω — (I) παλάσσω (Α) καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα άσσω (πρβλ. αιμ άσσω, λαιμ άσσω, σταλ άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις… … Dictionary of Greek
παλαχήθεν — παλαχῆθεν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐκ γενεᾱς, ἐκ παλαιοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαχή + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. κρήνη θεν)] … Dictionary of Greek