- παν-έστιος
παν-έστιος, mit dem ganzen Hause, Hausstande; αετοικιζόμενος Ἀϑήναζε, Plut. Sol. 24; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-έστιος, mit dem ganzen Hause, Hausstande; αετοικιζόμενος Ἀϑήναζε, Plut. Sol. 24; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανέστιος — ον, ΑΜ αυτός που είναι με όλη την οικογένεια του, με όλο το νοικοκυριό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἑστία (πρβλ. ομο έστιος)] … Dictionary of Greek