- προς-χράομαι [2]
προς-χράομαι (s. χράομα), noch dazu brauchen; ἀλλοτρίῳ ὀνόματι, Plat. Phaed. 99 b; τῷ δικαίῳ, Polit. 293 d, u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Pisc. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-χράομαι (s. χράομα), noch dazu brauchen; ἀλλοτρίῳ ὀνόματι, Plat. Phaed. 99 b; τῷ δικαίῳ, Polit. 293 d, u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Pisc. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτιχρέομαι — Α (δωρ. τ.) προσχρῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + χρῶμαι / χράομαι / χρέομαι] … Dictionary of Greek