- παν-ορκία
παν-ορκία, ἡ, das Alles Beschwören, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ορκία, ἡ, das Alles Beschwören, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανορκία — ἡ, Α η ετοιμότητα για κάθε όρκο» το να ορκίζεται κανείς σε καθετί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ορκία (< ορκος < ὅρκος), πρβλ. ψευδ ορκία] … Dictionary of Greek