παν-δήμιος

παν-δήμιος

παν-δήμιος, im ganzen Volke, öffentlich, ganz allgemein; πτωχός, Od. 18, 1, wie Maneth. 3, 249; – ἦμαρ, ἑορτή, allgemeiner Festtag, Nonn.; ἄγρη, allgemeiner, reichlicher Fang, Menses Aegypt. (IX, 383, 2).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • κοινοδήμιον — κοινοδήμιον, τὸ (Α) 1. δημόσιο δικαστήριο 2. κοινή, γενική συνέλευση τού λαού 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ τῷ δημοσίῳ κοινόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + δήμιον, ουδ. τού δήμιος (< δῆμος), πρβλ. επι δήμιος, παν δήμιος] …   Dictionary of Greek

  • μεταδήμιος — και μετάδημος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στον λαό («καὶ μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που ζει, που βρίσκεται στην πατρίδα του, σε αντιδιαστολή με τον απόδημο 3. (για οίνο) επιχώριος, ντόπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”