- παν-αοίδιμος
παν-αοίδιμος, allbesungen, allberühmt; ἔργον, Ep. ad. (I, 9); κῦδος, Byz. anath. 14 (Plan. 71).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-αοίδιμος, allbesungen, allberühmt; ἔργον, Ep. ad. (I, 9); κῦδος, Byz. anath. 14 (Plan. 71).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παναοίδιμος — παναοίδιμος, ον (ΑΜ) αυτός που άδεται, που επαινείται από όλους, περιφημότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀοίδιμος] … Dictionary of Greek